MountainsGreece

Η άγνωστη πλευρά του Παρνασσού – Μαύρα Λιθάρια

Δυο ώρες χρειάζεται κανείς για να βρεθεί από το κέντρο της Αθήνας στον ανατολικό Παρνασσό.

Εδώ και πολύ καιρό είχαμε βάλει στο μάτι την κορυφή Μαύρα Λιθάρια. Κατά την διάρκεια μιας παλαιότερης ανάβασης στην κορυφή Καλόγερος, είχαμε δει ένα κομμάτι του βουνού που δεν είχαμε επισκεφτεί ποτέ.

Η κορυφογραμμή, που ξεκινάει ανάμεσα από τα χωριά Αγία Μαρίνα και Δαύλεια, περιλαμβάνει τις κορυφές Κούκος και Μαύρα Λιθάρια. Πιο ψηλή είναι η δεύτερη με υψόμετρο 2.327μ. Στο τέλος, η κορυφογραμμή σβήνει στην τοποθεσία Μπατανόραχη με τα χαρακτηριστικά απότομα βράχια. Στο ίδιο σημείο βρίσκεται και η Σιδερόπορτα, που αποτελεί το ασφαλέστερο πέρασμα για όσους ορειβάτες ανηφορίζουν από το χωριό Ζεμενό με προορισμό τις ψηλές κορυφές του Παρνασσού.

Αυτή η πλευρά του βουνού δεν διαθέτει χιονοδρομικό κέντρο ούτε σαλέ. Μακριά από τον θόρυβο των ανθρώπων, που συρρέουν κατά εκατοντάδες για να κάνουν σκι, ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει την αγριάδα του τοπίου και να εξερευνήσει την περιοχή.

Μετά από έρευνα επιλέξαμε να ανηφορίσουμε από την τοποθεσία Λαπαθιά, όπου βρίσκονται οι παιδικές κατασκηνώσεις της Μητρόπολης, με σκοπό να διανυκτερεύσουμε στα 1.800μ. κάτω από την κορυφή Μαύρα Λιθάρια. Δίπλα στις κατασκηνώσεις βρίσκεται και η Μονή Ιερουσαλήμ. Αναχωρήσαμε τη νύχτα και σε δυο ώρες βρισκόμασταν στις κατασκηνώσεις. Ξεφορτώσαμε τον απαραίτητο εξοπλισμό και στήσαμε τη σκηνή μας κάτω από τα έλατα.

Η τοποθεσία ήταν πανέμορφη. Τα έλατα όρθωναν το ανάστημά τους και το φεγγάρι φώτιζε τα απότομα βράχια του βουνού. Δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω και το μόνο που ακουγόταν ήταν μια πόρτα, η οποία ανοιγόκλεινε από τον αέρα και έτριζε. Το σκηνικό έμοιαζε ιδανικό για κάποιον που θα ήθελε να γυρίσει μια ταινία τρόμου. Τα περισσότερα σπιτάκια ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά υπήρχαν και αρκετά γκρεμισμένα, που έκαναν την κατασκήνωση να φαίνεται «ερειπωμένη».

Σύντομα ανοίξαμε τα σλίπινγκ μπαγκ και ξαπλώσαμε, αφού την επόμενη ημέρα μας περίμενε μια κοπιαστική ανάβαση. Όλα φαίνονταν να κυλούν ομαλά, αλλά η νύχτα δεν άργησε να δείξει τα δόντια της. Το ελαφρύ ντύσιμο δεν ήταν αρκετό για να με κρατήσει ζεστό και σύντομα άρχισα να τουρτουρίζω. Όμως δεν είχα καμία όρεξη να βγω από την σκηνή για να βάλω και άλλα ρούχα. Έτσι πέρασα το βράδυ ακούγοντας τον αέρα και το χιόνι, που έπεφτε πάνω στη σκηνή, ανυπομονώντας για τον ήχο του ξυπνητηριού.

Η λύτρωση ήρθε στις έξι η ώρα. Αφού χουζουρέψαμε λιγάκι βγήκαμε από την σκηνή και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα. Θα κουβαλούσαμε μαζί μας όλο τον εξοπλισμό, καθώς το επόμενο βράδυ θα το περνούσαμε κάτω από την κορυφή. Αφού ήπιαμε το τσάι μας, ξεκινήσαμε ακολουθώντας το μονοπάτι.

Η σήμανση άρχιζε μέσα από τις κατασκηνώσεις και τα σημάδια είχαν τον αριθμό 22. Είναι το γνωστό μονοπάτι, που ενώνει την Πάρνηθα με τον Παρνασσό. Η σήμανση στα πρώτα μέτρα ήταν υποδειγματική και το μονοπάτι σε άριστη κατάσταση. Το δάσος αποτελούνταν αποκλειστικά από έλατα. Τα μανιτάρια είχαν αρχίσει να καίγονται από το κρύο όπως και τα φυτά, που είχαν φυτρώσει μετά από τις τελευταίες έντονες βροχές. Ο χειμώνας ήταν εδώ και το έδειχνε.

Λίγο πιο ψηλά, το βουνό άλλαζε αρκετά και το χιόνι κυριαρχούσε στο τοπίο. Σύντομα φτάσαμε σε ένα ρέμα. Περάσαμε απέναντι και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τα επόμενα σήματα. Δεν υπήρχαν πολλά δέντρα και πλέον βλέπαμε τα σιδερένια κολωνάκια, τα οποία υποτίθεται θα μας έβγαζαν μέχρι πάνω. Όμως ο καιρός έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η ομίχλη, που βλέπαμε από χαμηλά, είχε αρχίσει να πυκνώνει επικίνδυνα και η ορατότητα περιοριζόταν στα λίγα μέτρα.

Διασχίζοντας το ρέμα φτάσαμε σε ένα κολωνάκι χωρίς να βλέπουμε το επόμενο. Εκεί κάναμε το λάθος της ημέρας. Το μονοπάτι συνέχιζε αριστερά, αλλά εμείς κινηθήκαμε δεξιά προς ένα άνοιγμα ανάμεσα από τα έλατα. Έτσι βρεθήκαμε σε ένα απότομο λούκι χωρίς να μπορούμε να δούμε πόσο ψηλά κατέληγε. Μη γνωρίζοντας αν κινούμασταν προς τη σωστή κατεύθυνση ξεκινήσαμε την ανάβαση.

Η κλίση του εδάφους ήταν πολύ απότομη και, σε συνδυασμό με τον βαρύ εξοπλισμό, μας έκανε να ανασαίνουμε σαν τρελοί. Που και που η ομίχλη άνοιγε λίγο και βλέπαμε τα βράχια από πάνω μας. Το οροπέδιο όμως δεν φαίνονταν πουθενά. Έπρεπε να βγούμε πάνω από τα σύννεφα για να καταλάβουμε που πηγαίναμε. Έτσι και έγινε. Κοντά στα 2.000μ. ήμασταν πλέον έξω από την ομίχλη, ενώ τα σύννεφα έμοιαζαν να χάνουν ύψος και να πέφτουν πιο χαμηλά. Ξαφνικά, στο βάθος αριστερά είδαμε το οροπέδιο. Είχαμε βγει αρκετά πιο ψηλά και έπρεπε να τραβερσάρουμε όλη την πλαγιά του βουνού για να φτάσουμε σε αυτό.

Κάναμε μια στάση απολαμβάνοντας την θέα προς την κορυφή Γαβρίλια. Έτσι όπως πεταγόταν πάνω από τα σύννεφα έμοιαζε με νησί. Στη συνέχεια της πορείας μας παλέψαμε με το μαλακό χιόνι μέχρι που φτάσαμε εκεί που θέλαμε. Βρήκαμε ένα σημείο κατάλληλο για κατασκήνωση και στήσαμε την σκηνή. Μετά ήταν η σειρά του μαγειρέματος. Ανάψαμε το γκαζάκι και βράσαμε τραχανά. Το ζεστό φαγητό στο χιόνι έχει άλλη αξία.

Μετά το φαί είχαμε σκοπό να ξαπλώσουμε λίγο για να κάνουμε αργότερα μια βραδινή ανάβαση. Ανοίγοντας όμως την σκηνή, μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο δυνατός άνεμος σήκωνε το χιόνι το οποίο έτσι όπως ήταν μικροσκοπικό έμπαινε στο εσωτερικό της σκηνής διαπερνώντας την σήτα. Ακόμη και ο εξαερισμός έκανε ζημιά. Τα πράγματα μέσα είχαν γίνει άσπρα. Έπρεπε να την στήσουμε από την αρχή και να την καθαρίσουμε. Δοκιμάσαμε ξανά, αλλά και πάλι το χιόνι έμπαινε μέσα. Έτσι αλλάξαμε περιοχή και την βάλαμε δίπλα σε κάποια βράχια σε σημείο που έμοιαζε ασφαλές.

Ο άνεμος δεν σταματούσε καθόλου και μόνο κατά την διάρκεια της δύσης του ηλίου έκανε μια παύση. Μετά την μικρή περιπέτεια η επιθυμία για μια βραδινή πορεία είχε εξανεμισθεί και προτιμήσαμε να περπατήσουμε μέχρι την άκρη του οροπεδίου, για να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα. Ανεβήκαμε σε κάτι βράχια και βλέπαμε τα βουνά της Πελοποννήσου. Απέναντί μας βρίσκονταν τα Αροάνια Όρη, η Μεγάλη και Μικρή Ζήρεια, ο Ερύμανθος και το Παναχαϊκό. Η θάλασσα δεν φαινόταν, εξαιτίας της ομίχλης που δεν είχε υποχωρήσει τελείως. Ο ήλιος άρχισε να χάνεται σιγά – σιγά και την θέση του έπαιρνε το φεγγάρι και τα αστέρια.

Η απογευματινή βόλτα στο οροπέδιο μας είχε ηρεμήσει. Μετά την μεσημεριανή ταλαιπωρία όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους. Κάτσαμε έξω από την σκηνή μέχρι τις επτά. Έπειτα μπήκαμε στην σκηνή προτού χάσουμε την θερμότητα από το σώμα μας. Ξαπλώσαμε και βάλαμε μουσική για να περάσει η ώρα. Σιγά σιγά αρχίσαμε να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου. Είχαμε μπροστά μας 11 ώρες μέχρι να ξυπνήσουμε και θα έπρεπε να τις περάσουμε μέσα στα σλίπινγκ μπαγκ μας.

Η νύχτα στην αρχή ήταν ήρεμη μα λίγο αργότερα ο αέρας επέστρεψε ξανά με άγριες διαθέσεις. Σήκωνε το χιόνι από κάτω και το έριχνε πάνω στο αδιάβροχο κάλυμμα. Δεν ήθελα για κανέναν λόγο να βρεθώ εκεί έξω. Όσο πέρναγε η ώρα όλο και δυνάμωνε. Εκτός από τις λίγες στιγμές που κοιμόμασταν, όλο το υπόλοιπο βράδυ τον ακούγαμε. Ήταν σαν να βρίσκεται ένας νευριασμένος άνθρωπος έξω από τη σκηνή και να βαράει τα πανιά με λύσσα. Μετά τις δύο το πρωί αρχίσαμε να χάνουμε την θερμότητά των σωμάτων μας και το κρύο μας άγγιζε ξανά. Έμεναν τέσσερις ώρες μέχρι να σηκωθούμε μοιρασμένες ανάμεσα σε όνειρα και σκέψεις.

Δεύτερη μέρα

Το πρωί έφτασε και σύντομα βγήκαμε έξω για πρωινό. Ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Εξαιτίας του δεν μπορέσαμε να ζεστάνουμε νερό. Και σαν να μην έφτανε αυτό μια δυνατή ριπή του ανέμου έσπασε την μία μπανέλα της σκηνής με αποτέλεσμα να σκιστεί το αδιάβροχο κάλυμμα. Το “σπιτάκι” μας μόλις είχε παραδώσει το πνεύμα του. Την δέσαμε όπως μπορέσαμε για να μην “απογειωθεί” και ξεκινήσαμε για την κορυφή.

Είχαμε χαράξει την πορεία που θα ακολουθούσαμε από την προηγούμενη μέρα. Τραβερσάραμε προς τα δεξιά με σκοπό να βγούμε κάτω από το λούκι, που ανηφόριζε μέχρι την κορυφή Κούκος. Από εκεί θα ακολουθούσαμε την κορυφογραμμή μέχρι τα Μαύρα Λιθάρια. Το χιόνι, παρόλο το κρύο, ήταν αρκετά μαλακό και μας κούραζε σε κάθε μας βήμα. Μόνο σε λίγα σημεία είχε παγώσει και μπορούσαμε να ξεκουραστούμε.

Τελειώνοντας την τραβέρσα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε. Η κλίση στην αρχή ήταν ανεκτή, αλλά όσο κερδίζαμε ύψος γίνονταν πιο απότομη. Είχαμε βρεθεί κοντά στα βράχια που βλέπαμε από χαμηλά. Κινηθήκαμε προς την δεξιά πλευρά κοντά σε αυτά, αφού στο κέντρο τα ανεμοσούρια είχαν συγκεντρώσει πολύ χιόνι. Ανοίγαμε τα βήματα εναλλάξ και κάναμε μικρές στάσεις. Η διαδρομή ήταν direct και έπρεπε να βιαστούμε γιατί το χιόνι μαλάκωνε περισσότερο με το πέρασμα της ώρας. Σε δύο περίπου ώρες είχαμε πλησιάσει αρκετά την κορυφή. Ακολουθήσαμε το δεξιό λούκι μια, που έμοιαζε πιο ασφαλές σε περίπτωση που κάποιος γλιστρούσε.

Λίγο παραπάνω τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Μέχρι τώρα μας ανησυχούσε μόνο το μαλακό χιόνι. Όμως, πενήντα μέτρα πριν την κορυφή, είδα μια ρωγμή στο χιόνι, η οποία ξεκινούσε από τα δεξιά πάνω σε μια κορνίζα, και κατέληγε στο κέντρο του λουκιού που ανεβαίναμε. Είχε τα σημάδια της χιονοστιβάδας πλάκα. Το πάνω μέρος του χιονιού είχε πάχος περίπου τέσσερα εκατοστά και ήταν αρκετά παγωμένο, ενώ από κάτω ήταν πολύ μαλακό. Η μόνη παρηγοριά ήταν ότι ο πάγος από πάνω δεν ήταν όσο σκληρός χρειαζόταν για να ξεκολλήσει. Έτσι πιστεύαμε. Για λίγο σκέφτηκα ότι θα ήμασταν οι πρώτοι ορειβάτες, που θα τους συνέβαινε ατύχημα μέσα στον Δεκέμβρη.

Το σημείο που βρισκόμασταν ήταν το πιο επικίνδυνο της ανάβασης και δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε. Φώναξα τον σχοινοσύντροφό μου περιμένοντάς τον ακριβώς στο σημείο, που το χιόνι είχε ξεκολλήσει. Από τον τόνο της φωνής μου κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και έφτασε πάνω σε χρόνο ρεκόρ. Κάναμε μια εκτίμηση για το θέμα που είχε προκύψει, και αποφασίσαμε να γυρίσουμε από άλλο σημείο του βουνού, χωρίς όμως να γνωρίζουμε κατά πόσο αυτό ήταν εφικτό. Η ανηφόρα είχε τελειώσει και βρισκόμασταν στην κορυφογραμμή. Η κορυφή του Κούκου ήταν αρκετά στενή.

Από τη μια μεριά βλέπαμε το σημείο, που είχαμε κατασκηνώσει και από την άλλη την χαράδρα της Βελίτσας και τις ψηλές κορυφές του Παρνασσού. Ξεκινήσαμε να περπατάμε στην κορυφογραμμή με νότια κατεύθυνση. Σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν στο πρώτο εμπόδιο. Τα βράχια ήταν πολύ στενά και στο σημείο, όπου έπρεπε να πατήσουμε υπήρχε πάγος, χιόνι και βράχια, ενώ στο τέλος έπρεπε να ανέβουμε σε έναν βράχο, χωρίς να μπορούμε να δούμε τι υπάρχει από πίσω. Ο δυνατός αέρας μας ανάγκασε να βρούμε άλλο δρόμο.

Κατηφορίσαμε από την δεξιά πλευρά της κορυφογραμμής με σκοπό να βρούμε ένα πέρασμα. Εδώ το βουνό είχε βόρειο προσανατολισμό και το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από αισθητό. Υπήρχε πολύ περισσότερο χιόνι μα δεν ήταν παγωμένο. Τα ανεμοσούρια είχαν μεταφέρει πολύ χιόνι στο σημείο, όπου θα έπρεπε να τραβερσάρουμε. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να απελευθερωθούμε από το συγκεκριμένο σημείο.

Προσπαθήσαμε να βάλουμε τις αλουμινογωνίες, που είχαμε μαζί μας και να δεθούμε, αλλά δεν έπιαναν πουθενά. Έτσι κάναμε μια γρήγορη τραβέρσα με την ψυχή στο στόμα, στηριζόμενοι και στα τέσσερα άκρα μας. Ευτυχώς το χιόνι έμεινε στην θέση του. Φτάσαμε στην βάση του μεγάλου βράχου, που είχαμε μπροστά, και μπήκαμε μέσα σε ένα μονοπάτι που είχε δημιουργήσει ο άνεμος μεταξύ του χιονιού και του βράχου. Το έδαφος ήταν παγωμένο και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για να γλιστρήσουμε, αφού μας προστάτευε ο φυσικός τοίχος του χιονιού δεξιά μας.

Αναρριχηθήκαμε για τέσσερα μέτρα σε έναν βράχο με μικρή κλίση και ήμασταν πάλι στην κορυφογραμμή. Το δύσκολο μέρος είχε τελειώσει. Συνεχίσαμε την πορεία μας και σε λίγο το βουνό είχε πλατύνει ξανά. Εκατό μέτρα πριν την κορυφή Μαύρα Λιθάρια, καθίσαμε για να ξεκουραστούμε και μιλήσαμε για την πορεία που είχαμε κάνει μέχρι στιγμής. Όλα είχαν κυλήσει ομαλά και σε κανένα σημείο δεν υπήρξε πανικός. Η ηρεμία με τον σχοινοσύντροφο σε μια δύσκολη διαδρομή είναι πολύ σημαντικό θέμα.

Έπειτα φτάσαμε στην κορυφή. Στο βάθος διακρίναμε τον Όλυμπο και τον Κίσαβο. Νοτιότερα βλέπαμε την Κίρφη, τον Ελικώνα και τα υπόλοιπα βουνά της περιοχής. Την παράσταση έκλεβε η θάλασσα με τον ήλιο να λαμπιρίζει πάνω της.

Καθίσαμε λίγα λεπτά ακόμη και ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε. Κινηθήκαμε προς τον νότο ακολουθώντας ξανά την κορυφογραμμή. Φτάνοντας πάνω από μια μεγάλη πλαγιά αποφασίσαμε να κατεβούμε από εκεί. Το χιόνι πλέον είχε μαλακώσει πολύ με αποτέλεσμα να μπουκώνουν τα γκραμπόν μας. Οι γλίστρες ήταν αναπόφευκτες.

Με πολύ κόπο και κούραση φτάσαμε αρκετά χαμηλά εκατό περίπου μέτρα πριν το οροπέδιο. Εκεί αποφάσισα να κατέβω κάνοντας τσουλήθρα χρησιμοποιώντας τα πιολέ για φρένο. Όλα όμως πήγαν στραβά. Από εκεί που το χιόνι ήταν μαλακό λίγο παρακάτω πάγωνε και ξαφνικά βρέθηκα να κατηφορίζω με μεγάλη ταχύτητα.

Γύρισα μπρούμυτα για να φρενάρω αλλά κατά την περιστροφή μου έφυγαν και τα δύο πιολέ. Έτσι βρέθηκα να κατηφορίζω με τα δύο μου χέρια χωμένα μέσα στο χιόνι προσπαθώντας να ελαττώσω ταχύτητα. Λίγο παρακάτω το χιόνι μαλάκωνε ξανά και κατάφερα να σταματήσω. Κάθισα να σκεφτώ την βλακεία που είχα κάνει και στην αρχή δεν το πίστευα. Από το πουθενά και με την ψυχολογία πως όλα είχαν τελειώσει, αφέθηκα πλήρως χωρίς να σκέφτομαι λογικά.

Ανηφόρισα ξανά για να μαζέψω το ένα πιολέ, το άλλο είχε μείνει αρκετά πιο ψηλά και μου το κατέβασε γελώντας ο σχοινοσύντροφος μου, ο οποίος γκρίνιαζε γιατί είχα κατέβει τόσο γρήγορα χωρίς να κουραστώ. Εγώ βέβαια ένιωθα ότι είχα κρεμάσει πάνω μου την ταμπέλα που έγραφε “χαζός”.

Έπειτα φτάσαμε στην κατασκήνωση μας, μαζέψαμε τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε για τον γυρισμό. Αυτή την φορά χωρίς την ομίχλη. Η σήμανση ήταν πολύ καλή και καταλάβαμε που είχαμε κάνει λάθος την προηγούμενη μέρα. Χαμηλότερα μέσα στο ρέμα υπήρχε ένα σημείο, όπου έλειπε ένα σήμα. Εκεί είδαμε τα βήματά μας, που έφευγαν προς την αντίθετη πλευρά από εκεί που κατεβαίναμε.

Φτάνοντας στις κατασκηνώσεις του Λαπαθιά τελειώσαμε την εκδρομή με ένα καλό φαγοπότι αφού μαγειρέψαμε. Μαζί μας έφαγε και ένας σκύλος, ο οποίος έμοιαζε να είναι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος των κατασκηνώσεων. Ο γυρισμός μας βρήκε καταβεβλημένους, έχοντας συσσωρεύσει πολύ κρύο μέσα μας, όπως και υγρασία.

Αυτό που έμενε ήταν να κάνουμε τα σχέδια για την επόμενη εκδρομή.

Γενικές πληροφορίες

Η ανάβαση από τον χώρο των κατασκηνώσεων διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες μέχρι το οροπέδιο.

Από το οροπέδιο μέχρι την κορυφή θα χρειαστούμε περίπου μιάμιση ώρα ανάλογα με τις συνθήκες και τον ρυθμό μας.

Το οροπέδιο προτείνεται για κατασκήνωση ακόμη και αν στο βουνό υπάρχουν πολλά χιόνια.

Το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού είναι εκτεθειμένο στην πλαγιά του βουνού. Ωστόσο δεν υπάρχουν σημάδια χιονοστιβάδων στο δάσος.

Η κυκλική διαδρομή που κάναμε στην κορυφογραμμή διήρκησε περίπου τέσσερις ώρες.

Στις κατασκηνώσεις του Λαπαθιά υπάρχει πηγή όπως και βρύσες. Η πηγή βρίσκεται στο τέλος του τσιμεντένιου μονοπατιού.

Η τοποθεσία προτείνεται για κατασκήνωση.

κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας

Σχετικά άρθρα

Ορειβατικό αφιέρωμα στο Κιργιστάν

mountainsGreece

Μονοπάτι Μπέκου – Γκιώνα

mountainsGreece

Ορειβασία στο χιονισμένο Καλλιφώνι

mountainsGreece