Ήταν Χριστούγεννα του 2009, όταν από τους Καλαρρύτες αντίκρισα στα νότια τη Στρογγούλα με τη χαρακτηριστική της μορφή, καλυμμένη με χιόνια. Με κατέκτησε με την ομορφιά της και έβαλα στόχο μια μέρα να την επισκεφθώ.

Ήταν αρκετά χρόνια μετά, αρχές Σεπτέμβρη, όταν έφτασα στα Πράμαντα Ιωαννίνων και συνεχίσα προς Μελισσουργούς. Κάποια σημάδια ξεκινούσαν από το δρόμο Πραμάντων – Μελισσουργών αλλά επειδή δεν ήμουν σίγουρος, πήρα τον δρόμο προς το καταφύγιο. Μπροστά από το καταφύγιο υπάρχει μια αλάνα, ένα γηπεδάκι, και πιο πέρα προς τα νοτιοδυτικά μια ταμπέλα δείχνει την αρχή του μονοπατιού. Πάνω της αναγραφόταν ότι χρειάζονται 6 ώρες για την ανάβαση και την κατάβαση.
Κοιτάζοντας το βουνό που ορθωνόταν μπροστά μου, με τους κάθετους «πύργους», δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει πέρασμα ανάμεσά τους. Το μονοπάτι, με εξαιρετική σήμανση, περνά αρχικά μέσα από χαμηλή βλάστηση και με μεγάλα ζικ-ζακ ανεβαίνει την ήπια κλίση της πλαγιάς.

Το πρώτο τμήμα του μονοπατιού σε οδηγεί στην βάση των «πύργων» στη ρίζα από ένα λούκι. Εδώ αρχίζει πλέον ο βαθμός δυσκολίας να αυξάνεται καθώς η κλίση αυξάνεται απότομα και το έδαφος γίνεται πολύ πιο ανώμαλο. Το μονοπάτι μετατρέπεται σε μία σκάλα που σκαρφαλώνει μέσα από το λούκι. Κάθε φορά που κοιτάς ψηλά και λες μέσα σου «εκεί τελειώνει», με το που φτάνεις ανακαλύπτεις μια νέα «σκάλα». Το μονοπάτι να σε ανεβάζει γρήγορα όλο και πιο ψηλά, καθότι η κλίση είναι μεγάλη.
Όταν πια έχεις ανέβει αρκετά ψηλά κάθε βλέμμα πίσω σου, προκαλεί ρίγη, εάν είσαι έστω και λίγο υψοφοβικός όπως εγώ. Πλέον το λούκι δεν είναι τόσο στενό – κλειστό. Το έδαφος γίνεται πιο ομαλό και το μονοπάτι τραβερσάρει για πολλά μέτρα την δεξιά (όπως κοιτάς προς την κορυφή) πλαγιά μέσα στο λούκι. Ώσπου, φτάνεις εκεί που σχεδόν τελειώνει το λούκι. Τότε περνάς από τη δεξιά στην αριστερή του πλευρά, μια απότομη πλαγιά με γρασίδι. Την τραβερσάρεις και βγαίνεις από αυτή μαζί και από το λούκι (δεν υπάρχει σήμανση).
Έχεις βγει, πλέον, από το λούκι σε ένα πλάτωμα. Ο χαρακτηρισμός «πλάτωμα» είναι σχετικός, είναι λίγα μέτρα στο μονοπάτι όπου η κλίση είναι πολύ μικρή. Αυτό ισχύει για όλη τη διαδρομή, δεν υπάρχουν πλατώματα να ξαποστάσεις, παρά μόνο στην κορυφή.
Από εκεί και πέρα το μονοπάτι κινείται ακολουθώντας μια κόψη προς στην κορυφή. Αρχικά κινείσαι δεξιά της κόψης.
Όταν πλέον φτάσεις πιο ψηλά και έχεις ανεμπόδιστη θέα της Κακαρδίτσας στα αριστερά σου, στα δεξιά σου θα βρίσκεται ένας κάθετος τοίχος από βράχια. Το μονοπάτι ελίσσεται πάνω τους, ενώ στα αριστερά σου καιροφυλακτεί γκρεμός. Το μονοπάτι μοιάζει αόρατο. Το φανερώνουν τα σημάδια. Φτάνεις σε στενό πέρασμα , σαν οπή μέσα στο βράχο όπου θα πρέπει να στριμωχτείς – συρθείς για να συνεχίσεις για λίγο ακόμη, ως στο τέλος της κόψης.
Το μονοπάτι σε βγάζει σε μια πλαγιά με γρασίδι και αυτή απότομη (δεν είναι πλέον τόσο βραχώδης όσο πριν), η οποία αριστερά και δεξιά φράσσεται από βράχια. Την ανεβαίνεις direct (δεν υπάρχουν ευκρινή σημάδια) και βγαίνεις σε ένα πλάτωμα. Αν κινηθείς βόρεια πάνω σε μια ήπια πλαγιά φτάνεις κορυφή.

Ενώ στα νότια απλώνεται η κορυφογραμμή των Τζουμέρκων. Από εδώ το μονοπάτι συνεχίζει είτε προς την κορυφογραμμή, είτε σε κατεβάζει στα Άγναντα Άρτας. Εδώ, θα αποφασίσω να ξαποστάσω.

Για κακή μου τύχη, δεν περνάνε 5-10 λεπτά και από τα βορειοδυτικά αρχίζουν να πλησιάζουν απειλητικά σκούρα σύννεφα. Με ζώνει ο φόβος για τους κεραυνούς που σπέρνουν τα φθινοπωρινά μπουρίνια. Αρχίζω την κατάβαση με βιασύνη. Όταν έφτασα στο καταφύγιο είχαν περάσει 4 ώρες, από τη στιγμή που το άφησα. Τόση ήταν η τρομάρα μου…

Στο δρόμο της επιστροφής, σταματώ στα Πράμαντα για ένα καφέ στην κεντρική πλατεία με την χαρακτηριστική κρήνη του «Αράπη». Φτάνοντας στη γέφυρα του Άραχθου, για να περάσω προς Ροδαυγή και το Ξηροβούνι, αντικρίζω τα χαλάσματα του γεφυριού της Πλάκας. Νιώθω τυχερός που είχα την τύχη να το επισκεφθώ αρκετές φορές και εύχομαι να το δω να στέκεται ολόρθο, ξανά.
Η προσέγγιση μέσω της Ιονίας οδού γίνεται από τον κόμβο «Αμμότοπου», ακολουθώντας πορεία προς Ροδαυγή, γεφύρι Πλάκας, Άγναντα, Πράμαντα, από όπου συνεχίζουμε προς Μελισσουργούς.
κείμενο – φωτογραφίες: Αναστάσης Τζίμας
Αφιέρωμα στα βόρεια Τζουμέρκα. “Στρογγούλα – Ρόκα – Κουϊάσα”